- νεομυκίνη
- η(φαρμ.) αντιβιοτικό τής σειράς τών αμινοειδών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. neomycine (< νε[ο]- + μυκίνη)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντιβιοτικά — Οργανικέςουσίες που παράγονται από μικροοργανισμούς (μύκητες, ακτινομύκητες, σχιζομύκητες) ικανές να εμποδίζουν την ανάπτυξη των διαφόρων μικροβίων ή ακόμα και να τα σκοτώνουν. Τα α. είναι τυπικά προϊόντα δευτερογενών και μικρών μονοπατιών… … Dictionary of Greek
Βάξμαν, Σέλμαν Άμπρααμ — (Selman Abraham Waksman, Πριλούκα, Κίεβο 1888 – Νέα Υόρκη 1973). Αμερικανός μικροβιολόγος, ουκρανικής καταγωγής. Ανακάλυψε και παρασκεύασε τη στρεπτομυκίνη, το αποτελεσματικότερο αντιβιοτικό κατά της φυματίωσης. Για την ανακάλυψή του αυτή τού… … Dictionary of Greek